- βουβάλειος
- βουβάλειος [ᾰ], α, ον,A of an antelope,
κέρας Hdn.
Gr.2.438.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κέρας Hdn.
Gr.2.438.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βουβάλειος — βουβάλειος, α, ον (Α) [βούβαλος] αυτός που ανήκει σε βούβαλο … Dictionary of Greek
βουβαλείων — βουβάλειος of an antelope fem gen pl βουβάλειος of an antelope masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουβάλειον — βουβάλειος of an antelope masc acc sg βουβάλειος of an antelope neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)